τηλεσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: λατινική telescopium[1] (λέξη που είχε πλαστεί από τον Ιωάννη Δημησιάνο και καθιερώθηκε το 1611, από τον ίδιο το Γαλιλαίο για τη «διόπτρα» του) < τηλεσκόπιον < τηλε- (μακριά) + σκοπέω-ῶ (παρατηρώ) (η λέξη μαρτυρείται από το 1766)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.lɛˈskɔ.pi.ɔ/
- συλλαβισμός : τη‐λε‐σκό‐πι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεσκόπιο ουδέτερο
- οπτικό όργανο για την παρατήρηση απομακρυσμένων αντικειμένων
- ※ Ναί· εἶναι τηλεσκόπιο γιὰ τὴ χαρὰ ὁ πόνος· / ἡ δίψα ποῦ καὶ τὸ νερὸ γλυκύτερο τὸ κάνει· / σκάφτει αὐτὸς κ' ὑψόνεται τὸ ρόδο τοῦ λειμῶνος, / καὶ μᾶς χαρίζει τὴ ζωὴ ἀνίσως μᾶς πεθάνῃ. (Αχιλλέας Παράσχος, Εις τον Θεόν)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεσκόπιο
[επεξεργασία]
- ↑ «τηλεσκόπιο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.