kalorifero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kalorifero < kalorifer- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalorifero | kaloriferoj |
αιτιατική | kaloriferon | kaloriferojn |
kalorifero (eo)
- το καλοριφέρ