kamboĝanino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamboĝanino | kamboĝaninoj |
αιτιατική | kamboĝaninon | kamboĝaninojn |
kamboĝanino (eo)
- η καταγόμενη από τη Καμπότζη