kamikaze
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kamikaze (en)
- ο καμικάζι
- η επίθεση αυτοκτονίας, ιδιαίτερα με αεροπλάνο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ιαπωνική λέξη, θεϊκοί άνεμοι.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kamikaze | kamikazes |
kamikaze (fr) αρσενικό