Μετάβαση στο περιεχόμενο

kamikaze

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kamikaze (en)

  1. ο καμικάζι
  2. η επίθεση αυτοκτονίας, ιδιαίτερα με αεροπλάνο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ιαπωνική λέξη, θεϊκοί άνεμοι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kamikaze kamikazes

kamikaze (fr) αρσενικό