kanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanto | kantoj |
αιτιατική | kanton | kantojn |
kanto (eo)
- το τραγούδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanto | kantoj |
αιτιατική | kanton | kantojn |
kanto (eo)