Μετάβαση στο περιεχόμενο

kardeş

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kardeş (tr)

  1. το αδέλφι, αμφιθαλής αδελφός ή αδελφή
  2. το αδέλφι (αδιακρίτως φύλου)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]