kayak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kayak (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λέξη των Ινουίτ (κατοίκων της Γροιλανδίας).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kayak kayaks

kayak (fr), kayac αρσενικό