kiedy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈcɛdɨ/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

kiedy (pl)

  1. (ερωτηματικό) πότε
    kiedy on przyjechał? - πότε ήρθε;
  2. (χρονικό) όποτε, όταν
    kiedy skończysz odrabiać pracę domową, to będziesz mógł iść się pobawić - όποτε τελειώσεις τα διαβάσματα μπορείς να πας να παίξεις

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

kiedy (pl)

  1. αφού
  2. αν

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]