kiedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
kiedy (pl)
- (ερωτηματικό) πότε
- kiedy on przyjechał? - πότε ήρθε;
- (χρονικό) όποτε, όταν
- kiedy skończysz odrabiać pracę domową, to będziesz mógł iść się pobawić - όποτε τελειώσεις τα διαβάσματα μπορείς να πας να παίξεις
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
kiedy (pl)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- kiedy indziej: άλλη φορά, άλλοτε
- wtedy kiedy: τότε που