kilt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilt (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kilt < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilt

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kilt kilts

kilt (fr) αρσενικό