kleptocratique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kleptocratique | kleptocratiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
kleptocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την κλεπτοκρατία, διεφθαρμένος