Μετάβαση στο περιεχόμενο

knead

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας knead
γ΄ ενικό ενεστώτα kneads
αόριστος kneaded
παθητική μετοχή kneaded
ενεργητική μετοχή kneading

knead (en)

  1. ζυμώνω, πλάθω, ανακατεύω κι ομογενοποιώ το ζυμάρι (όχι χημική ζύμωση με μικροοργανισμούς)
      Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
  2. μαλάσσω, κάνω μασάζ