knead
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | knead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kneads |
αόριστος | kneaded |
παθητική μετοχή | kneaded |
ενεργητική μετοχή | kneading |
Ρήμα
[επεξεργασία]knead (en)
ενεστώτας | knead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kneads |
αόριστος | kneaded |
παθητική μετοχή | kneaded |
ενεργητική μετοχή | kneading |
knead (en)