kneel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | kneel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kneels |
αόριστος | knelt, kneeled |
παθητική μετοχή | knelt, kneeled |
ενεργητική μετοχή | kneeling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kneel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική knelen, knewlen < αγγλοσαξονική cneowlian
Ρήμα[επεξεργασία]
kneel (en)