Μετάβαση στο περιεχόμενο

knob

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
knob knobs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knob (en)

  1. το πόμολο
      He grabbed the knob and opened the door.
    Έπιασε το πόμολο κι άνοιξε την πόρτα.
     συνώνυμα: doorknob
  2. το περιστροφικός κουμπί, πχ ρυθμιστής έντασης, επιλογέας, ροοστάτης, ποτενσιόμετρο
      a radio knob - κουμπί ραδιοφώνου
      a temperature knob - ρυθμιστής θερμοκρασίας
  3. (βρετανική σημασία, αργκό) ο πούτσος, η πούτσα, η ψωλή, το παπάρι