Μετάβαση στο περιεχόμενο

knowingly

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knowingly < knowing + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

knowingly (en)

  • συνειδητά, ενώ γνωρίζω την αλήθεια ή το πιθανό αποτέλεσμα αυτού που κάνω
      Everything he did he did knowingly, so he is responsible.
    Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη intentionally