kokido
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokido | kokidoj |
αιτιατική | kokidon | kokidojn |
kokido (eo)
- το κοτοπουλάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokido | kokidoj |
αιτιατική | kokidon | kokidojn |
kokido (eo)