koloro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koloro | koloroj |
αιτιατική | koloron | kolorojn |
koloro (eo)
- το χρώμα
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koloro (io)
- το χρώμα