kontinueco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kontinueco < kontinu + -ec- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kontinueco kontinuecoj
αιτιατική kontinuecon kontinuecojn

kontinueco (eo)

li decidis favore al kontinueco de la projekto
πήρε απόφαση υπέρ της συνέχισης του σχεδίου