kontrabando
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kontrabando < kontraband- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontrabando | kontrabandoj |
αιτιατική | kontrabandon | kontrabandojn |
kontrabando (eo)
- το λαθρεμπόριο