korsikanino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korsikanino | korsikaninoj |
αιτιατική | korsikaninon | korsikaninojn |
korsikanino (eo)
- αυτή που κατάγεται από την Κορσική