krizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizo | krizoj |
αιτιατική | krizon | krizojn |
krizo (eo)
- η κρίση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizo | krizoj |
αιτιατική | krizon | krizojn |
krizo (eo)