kukejo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kukejo | kukejoj |
αιτιατική | kukejon | kukejojn |
kukejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kukejo | kukejoj |
αιτιατική | kukejon | kukejojn |
kukejo (eo)