laborieux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | laborieux | laborieux |
θηλυκό | laborieuse | laborieuses |
laborieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | laborieux | laborieux |
θηλυκό | laborieuse | laborieuses |
laborieux (fr)