lacrymal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacrymal | lacrymaux |
θηλυκό | lacrymale | lacrymales |
Επίθετο[επεξεργασία]
lacrymal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacrymal | lacrymaux |
θηλυκό | lacrymale | lacrymales |
lacrymal (fr)