laisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laisse | laisses |
laisse (fr) θηλυκό
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
laisse | laisses |
laisse (fr) θηλυκό