lardon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lardon | lardons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lardon (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) κυβικό κομματάκι από μπέικον
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
lardon (eo)