larve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
larve larves

larve (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]