Μετάβαση στο περιεχόμενο

larvicide

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
larvicide < larve + -cide

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
larvicide larvicides

larvicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό