leather
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
leather | leathers |
leather (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
leather (en)
- δερμάτινος
- ↪ leather boots - δερμάτινες μπότες