leather

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
leather leathers

leather (en)

  1. το δέρμα (ζώου κατεργασμένο για να μετατραπεί σε ρούχο ή άλλο αντικείμενο)
  2. το δερμάτινο (μπουφάν)

Επίθετο[επεξεργασία]

leather (en)