letter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
letter | letters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
letter (en)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
letter (nl) θηλυκό
- το γράμμα του αλφαβήτου