loĝanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝanto | loĝantoj |
αιτιατική | loĝanton | loĝantojn |
loĝanto (eo)
- ο κάτοικος