lobster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lobster | lobsters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lobster (en)
- (ιχθυολογία) ο αστακός
- ⮡ lobster claws - οι δαγκάνες του αστακού
ενικός | πληθυντικός |
lobster | lobsters |
lobster (en)