locomotion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɔ.kɔ.mɔ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
locomotion locomotions

locomotion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]