locomotive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- locomotive < → δείτε τη λέξη locomotif
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
locomotive | locomotives |
locomotive (fr)
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
locomotive (it)