locomotiva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
locomotiva | locomotive |
locomotiva (it) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
locomotiva | locomotive |
locomotiva (it) θηλυκό