logement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
logement logements

logement (fr) αρσενικό

  1. η στέγαση
  2. (κατ’ επέκταση) η κατοικία