logement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
logement | logements |
logement (fr) αρσενικό
- η στέγαση
- (κατ’ επέκταση) η κατοικία
ενικός | πληθυντικός |
logement | logements |
logement (fr) αρσενικό