logique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
logique | logiques |
logique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
logique | logiques |
logique (fr) αρσενικό ή θηλυκό