long-time

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

long-time < long + time

Επίθετο[επεξεργασία]

long-time (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακροχρόνιος, που έχω πολύ καιρό
    a long-time friendship/long-time friend - μακροχρόνια φιλία/μακροχρόνιος φίλος

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]