long-time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
long-time (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακροχρόνιος, που έχω πολύ καιρό
- ↪ a long-time friendship/long-time friend - μακροχρόνια φιλία/μακροχρόνιος φίλος