lose one's temper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) χάνω την ψυχραιμία, θυμώνω, αποτυγχάνω να ελέγξω τον θυμό μου
- ↪ He lost his temper.
- Έχασε την ψυχραιμία του.
- ↪ Don’t lose your temper.
- Μην θυμώνεις.
- ↪ He lost his temper.