lose one's temper
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) χάνω την ψυχραιμία, θυμώνω, αποτυγχάνω να ελέγξω τον θυμό μου
- ⮡ He lost his temper.
- Έχασε την ψυχραιμία του.
- ⮡ Don’t lose your temper.
- Μην θυμώνεις.
- ⮡ He lost his temper.