lose touch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
lose touch (en) (ιδιωματισμός)
- χάνω την επαφή μου
- ↪ We have completely lost touch with reality.
- Έχουμε χάσει τελείως την επαφή μας με την πραγματικότητα.
- ↪ I lost touch with her.
- Έχασα την επαφή μου μαζί της.
- ↪ We have completely lost touch with reality.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε την έκφραση get in touch