lottery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lottery lotteries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lottery (en)

  1. το λαχείο, η λοταρία, τυχερό παιχνίδι με αριθμημένους λαχνούς, που οι κάτοχοί τους κερδίζουν ορισμένα ποσά ή αντικείμενα, αν ο αριθμός τους κληρωθεί
    ⮡  The lottery is drawn every week.
    Το λαχείο κληρώνει κάθε εβδομάδα.
    ⮡  We won the first prize in the lottery and became rich.
    Κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και έγινε πλούσιος.
    ⮡  I participated in the lottery to win a car.
    Συμμετείχα στη λοταρία για να κερδίσω ένα αυτοκίνητο.
  2. (μόνο ενικός) το λαχείο, για κάτι που η έκβασή του εξαρτάται από την τύχη
    ⮡  Some believe that marriage is a lottery.
    Κάποιοι πιστεύουν ότι ο γάμος είναι λαχείο.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • lottery στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια