lottery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lottery | lotteries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lottery (en)
- το λαχείο, η λοταρία, τυχερό παιχνίδι με αριθμημένους λαχνούς, που οι κάτοχοί τους κερδίζουν ορισμένα ποσά ή αντικείμενα, αν ο αριθμός τους κληρωθεί
- ⮡ The lottery is drawn every week.
- Το λαχείο κληρώνει κάθε εβδομάδα.
- ⮡ We won the first prize in the lottery and became rich.
- Κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου και έγινε πλούσιος.
- ⮡ I participated in the lottery to win a car.
- Συμμετείχα στη λοταρία για να κερδίσω ένα αυτοκίνητο.
- ⮡ The lottery is drawn every week.
- (μόνο ενικός) το λαχείο, για κάτι που η έκβασή του εξαρτάται από την τύχη
- ⮡ Some believe that marriage is a lottery.
- Κάποιοι πιστεύουν ότι ο γάμος είναι λαχείο.
- ⮡ Some believe that marriage is a lottery.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- lottery στην αγγλική Βικιπαίδεια