lourd
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lourd | lourds |
θηλυκό | lourde | lourdes |
lourd (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lourd | lourds |
θηλυκό | lourde | lourdes |
lourd (fr)