low-key

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: low, key

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

low-key (en)

  1. (μεταφορικά) αυτός που κρατά(ει) χαμηλό προφίλ
    • συγκρατημένος, μη πολύβουος, μη προκλητικός
  2. (μεταφορικά) αυτός που εμφανίζει σκοτεινότητα ή είναι μουντός (για ζωγραφικούς πίνακες και φωτογραφίες)