lucro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lucro | lucros |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lucro (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lucro | lucros |
lucro (pt) αρσενικό