lumjaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumjaro | lumjaroj |
αιτιατική | lumjaron | lumjarojn |
lumjaro (eo)
- (αστρονομία) το έτος φωτός