Μετάβαση στο περιεχόμενο

lung

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lung lungs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lʌŋ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lung (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]

lung (ro)