lynx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lynx (en)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lynx | lynx |
lynx (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lynx (en)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Θηλαστικά (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Θηλαστικά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Θηλαστικά (λατινικά)
- Ζώα (λατινικά)