métrosexuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.tʁɔ.sɛ.ksɥɛl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
métrosexuel | métrosexuels |
métrosexuel (fr)
ενικός | πληθυντικός |
métrosexuel | métrosexuels |
métrosexuel (fr)