machette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
machette | machettes |
machette (fr) θηλυκό
- μικρό τσεκούρι
ενικός | πληθυντικός |
machette | machettes |
machette (fr) θηλυκό