Μετάβαση στο περιεχόμενο

magnet

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Magnet
      ενικός         πληθυντικός  
magnet magnets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magnet (en)

  1. μαγνήτης



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magnet (pl) αρσενικό

  1. (οικείο) το μαγνητόφωνο