magnet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magnet | magnets |
magnet (en)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
magnet (pl) αρσενικό
- (οικείο) το μαγνητόφωνο