mainland
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]mainland (en)
- ηπειρωτικός
- ⮡ mainland Greece - ηπειρωτική Ελλάδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]the mainland (en) (μόνο ενικός)
- η ηπειρωτική χώρα
- ⮡ A bridge joins the island with the mainland.
- Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.
- ⮡ A bridge joins the island with the mainland.