mainland

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mainland < main + land

Επίθετο[επεξεργασία]

mainland (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

the mainland (en) (μόνο ενικός)

  • η ηπειρωτική χώρα
    A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.

Πηγές[επεξεργασία]